-
1 δέρμα
δέρμα, τό, das Fell, die Haut; von δέρω; eigentlich nur die abgezogene Haut. Homerische Formen: δέρμα öfters, nominat. Iliad. 6, 117, accusat. Iliad. 10, 23; δέρματι einmal, Iliad. 9, 548; δέρμασιν einmal, Odyss. 2, 291; accusat. plural. δέρματα zweimal, Odyss. 4, 436. 14, 519. Bei Homer ist δέρ-μα überall die von ihrem Fleische getrennte Haut. Meist von Thieren bei Homer, das abgezogene Fell: δέρμα λέοντος Iliad. 10, 23, συὸς δέρματι Iliad. 9, 548, δέρμα ἀγρίου αἰγός Odyss. 14, 50, δέρμα ἐλάφοιο Odyss. 13, 436, φωκάων δέρματα Odyss 4, 436, ὀίων τε καὶ αἰγῶν δέρματα Odyss. 14, 519, δέρμα βοός Odyss. 22, 362, δέρμα βόειον Odyss. 14, 24; das verarbeitete Fell: Leder des Schildes, Iliad. 6, 117 ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, ἄντυξ ή πυμάτη ϑέεν ἀσπίδος όμφαλοέσσης; Odyss. 2, 291 ἄλφιτα δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, Schläuche. Vom Menschen: Odyss. 13, 431 verwandelt Athene den Odysseus, κάρψεν μὲν χρόα καλὸν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, ξανϑὰς δ' ἐκ κεφαλῆς ὄλεσε τρίχας, ἀμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῠ ϑῆκε γέροντος: auch hier ist δέρμα die abgezogene Haut; man beachte den Gegensatz zwischen χρόα und δέρμα; χρόα ist Odysseus eigene Haut, lebendig am lebendigen Leibe; sie dorrt weg; das δέρμα ist eine fremde, von ihrem Fleische gelös'te Haut, welche dem Odysseus um die Glieder gethan wird; ob der Dichter etwa sich vorgestellt, daß Athene irgend einen alten Mann geschunden, um für Odysseus eine solche Haut zu bekommen, wäre eine müssige Frage; an sie hat der Dichter ohne Zweifel gar nicht gedacht. Iliad. 16, 341 ὁ δ' ὑπ' οὔατος αὐχένα ϑεῖνεν Πηνέλεως, πᾶν δ' εἴσω ἔδυ ξίφος, ἔσχεϑε δ' οἶον δέρμα, παρηέρϑη δὲ κάρη, ὑπέλυντο δὲ γυῖα; auch hier ist δέρμα die von ihrem Fleische durch den Hieb losgetrennte Haut, welche nur an zwei Enden noch mit Rumpf und Kopf zusammenhängt; der Kopf hängt an ihr neben dem Rumpfe herab. – Folgende: Pind. P. 4, 161 δέρμα κριοῠ βαϑύμαλλον, das goldene Vließ; Herodot. 2, 91 δέρματα, abgezogene Felle von Thieren; 4, 64 abgezogene Menschenhäute; Aristoph. Pac. 746 ὦ κακόδαιμον, τί τὸ δέρμ' ἔπαϑες, von einem Sclaven, der Schläge bekommen hat; hier also die lebendige Hautam Leibe; Demosth. 49, 55 ἠρόμην αὐτὸν πρὸς τῷ διαιτητῇ εἰ ἔτι δοῠλος εἴη ὁ Αἰσχρίων αὐτοῠ, καὶ ἠξίουν αὐτὸν ἐν τῷ αὑτοῠ δέρματι τὸν ἔλεγχον διδόναι. Die Schaale der Schildkröte, Aristoph. Vesp. 1292 ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῠ δέρματος, καὶ τρισμακάριαι τοῠ 'πὶ ταῖς πλευραῖς τέγους ; Lucian. Vit. auct. 9 οὐ γὰρ χελώνης η καράβου τὸ δέρμα περιβέβλημαι. Die Hautvon Früchten, Theophr. u. Sp.
-
2 δέρμα
1 skin of an animal “ τὸν μὲν ( Αἴαντα) ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” I. 6.47 of the golden fleece, “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν P. 4.241
-
3 δέρμα
A skin, hide,συός Il.9.548
, al.;κριοῦ Pi.P.4
161;δ. αἴγειον PEdgar11.8
(iii B. C.), etc.; λέοντος a lion's skin for a cloak, Il.10.23; κελαινόν, of a shield, 6.117; of skins prepared for bags, bottles, etc., Od.2.291; of a man's skin, Il.16.341, Od.13.431, Pl.Phd. 98d, etc.; of a man's skin stripped off, Hdt.4.64, 5.25;παλαιὸν δ. A.Fr.275.4
;περὶ τῷ δ. δέδοικα Ar.Eq.27
, cf. Pax 746;ἀνὴρ κατὰ δέρμα θαυμαστὸς οἷος Aristid.Or.51(27).38
; of the shell of a tortoise, Ar.V. 429, 1292.2 skin of fruits, Thphr.HP4.14.10; περικαρπίων δέρματα outer coverings of seed-vessels, ib.1.2.6. wallet, scrip, Hsch. -
4 δερμα
- ατος τό2) шкура, мех, руно(λέοντος Hom.; βοός Hom., Hes.; κριοῦ Pind.; δέρματα λύκων Arst., θηρίων Plut.)
περὴ τῷ δέρματι δεδοικέναι Arph. ирон. — дрожать за свою шкуру3) кожаный мех(ἄλφιτα ἐν δέρμασιν Hom.)
4) кожистый покров, кожица, оболочка, пленка(τῶν ἐντόμων, τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
5) скорлупа(χελώνης Arph., Luc.; ὀστρακῶδες Arst.)
-
5 δέρμα
δέρμαskin: neut nom /voc /acc sg -
6 δέρμα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέρμα
-
7 δέρμα
δέρμα, ατος, τό (δέρω ‘to skin, flay’; Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol, Philo; Jos., Ant. 1, 270) skin of an animal separated from the body and usually with attached hair and sometimes tanned, skin, hide αἴγειον goatskin (PEdgar 11, 8=PCairZen 60, 8=Sb 6717 [257 B.C.]; PFay 107, 2 δέρματα αἴγεια) Hb 11:37; 1 Cl 17:1; δ. αἴ. λευκόν Hv 5:1; Hs 6, 2, 5.—B. 200. DELG s.v. δέρω. M-M. -
8 δέρμα
τὸ δέρμα, ατος кожа (ср. мед. дерматология наука о болезнях кожи; дерматин ←δερμάτινος) (syn. χρώς) -
9 δέρμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δέρμα
-
10 δέρμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δέρμα
-
11 δέρμα
το кожа; шкура -
12 δέρμα
кожа (снятая и выделанная), шкура.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δέρμα
-
13 δέρμα
кожа; руно -
14 δέρμα
[дэрма] ουσ. о. кожа, шкура.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δέρμα
-
15 δέρμα
-ατος + τό N 3 63-0-5-9-1=78 Gn 27,16; Ex 25,5(bis); 26,14(bis)hide, skin -
16 δέρμα
[дэрма] ουσ ο кожа, шкура. -
17 δέρμα
el cuir -
18 δέρμα
cilt, ten -
19 δέρμα
1) cuir2) peau -
20 δέρμα
1) cera (f) rzecz.2) kożuch (m) rzecz.3) łupina (f) rzecz.4) skóra (f) rzecz.5) skórka (f) rzecz.
См. также в других словарях:
δέρμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δέρμα — το το φυσικό κάλυμμα του σώματος ανθρώπου και ζώων, το πετσί, το τομάρι, η προβιά: Είναι φτιαγμένο από δέρμα βούβαλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄστι ἔτ’ ἦς καὶ δέρμα. — См. Кости да кожа … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
περγαμηνή — Δέρμα, συνήθως από πρόβατο, κατεργασμένο κατάλληλα ώστε να χρησιμοποιείται για διάφορες χρήσεις (όπως η βιβλιοδεσία, η μικρογραφία κλπ.), αλλά κυρίως για τη γραφή ή εκτύπωση πολυτελών εκδόσεων. Χειρόγραφη προκήρυξη σε περγαμηνή του Δόγη της… … Dictionary of Greek
δέρμ' — δέρμα , δέρμα skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτων — δέρμα skin neut gen pl δερματόω to be turned into hide imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δερματόω to be turned into hide imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμασι — δέρμα skin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμασιν — δέρμα skin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρματα — δέρμα skin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)